Μεγάλη σημασία έδιναν οι αγωνιστές στον οπλισμό τους.
Επρόκειτο για όπλα πρωτόγονα που απαιτούσαν σωματική ρώμη και γρήγορα αντανακλαστικά από τους χειριστές τους...
Οι ονομασίες που τους έδιναν, όπως Nταλιάνι, Λαζαρίνα, Σισανές, μαρτυρούν την ιδιαίτερη σχέση που είχαν για τους κατόχους τους. Τον δεσμό αυτό αλλά και την οικονομική κατάσταση του κατόχου φανερώνει...
ο τρόπος με τον οποίο διακοσμείται ο οπλισμός. Χάλυβας, χαλκός, χρυσός και φίλντισι, ασήμι, πολύτιμες πέτρες, δέρμα, ακόμη και μαργαριτάρια και κοράλλια ήταν τα διακοσμητικά υλικά σε λαβές τουφεκιών, γιαταγανιών και σπαθιών.
Εργαστήρια για την κατασκευή των όπλων υπήρχαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ιδιαίτερα όμως στην Ήπειρο και τα Άγραφα. Επίσης, στη Δημητσάνα, την Aρκαδία και το Mαυρίλο στη Φθιώτιδα κατασκευάζονταν πυρομαχικά. Αργότερα οι φιλέλληνες και ο οργανωμένος τακτικός στρατός προμήθευσαν τους αγωνιστές με σύγχρονα ευρωπαϊκά όπλα, Γαλλικής, Βελγικής, Ιταλικής και Ρωσικής προέλευσης.
Oι μνήμες της επανάστασης είναι πλέον αντικείμενα συλλογών και μουσειακά εκθέματα, ηρώα, αφίσες στους σχολικούς χώρους, λιθογραφίες, γραμματόσημα, ποιήματα και πεζογραφήματα. Έτσι τις γνωρίζουμε οι περισσότεροι. Είναι αυτονόητο ότι τα όπλα που διασώθηκαν έως σήμερα ήταν τα πολυτιμότερα, τα ανθεκτικότερα και μάλλον τα λιγότερο χρησιμοποιημένα στη μάχη.
Χρησιμοποιείται για το γέμισμα του όπλου , αλλά και ως λίμα για το τρόχισμα των σπαθιών.
Κοντόκανο όπλο που χρησιμοποιήθηκε κατά την Επανάσταση από τους αγωνιστές του 1821. Ήταν μονόκανες και δίκανες. Τις δίκανες τις έλεγαν διμούτσουνες. Στην φωτογραφία είναι ασημένιες επίχρυσες πιστόλες (ρόκες) Τέλη 18ου αιώνα. Μήκος 58 εκ. Εξαιρετικό δείγμα Ηπειρώτικης αργυροχρυσοχοϊας στα όπλα. Είναι στολισμένες με αχιβάδες , κανόνια , πελέκεις , ακόντια , λάβαρα και φυτά. Οι μηχανισμοί πυροδότησης είναι ευρωπαϊκοί.
Σε αντίθεση με τους στεριανούς οι Ελληνες Ναυτικοί δεν κρατούσαν τα καριοφίλια αλλά τα λεγόμενα Τρομπόνια .
Βραχύκαννα δηλαδή όπλα τα οποία έβαλλαν ταυτόχρονα πολλά μικρά σφαιρίδια μαζί . Όπλο με πλατιά κάνη με μηχανισμό πυριτόλιθου, διακοσμημένο με σταυροειδή ασημένια καρφάκια 1750-1800.
Παλιό εμπροσθογεμές τουφέκι με μακριά κάννη, που είχε για την πυροδότησή του πυριτόλιθο. Το καριοφίλι διαθέτει μεγάλο κοντάκιο με κοίλο περίγραμμα στην πάνω και πλαϊνή πλευρά και ελαφρά κυρτό στην κάτω. Η κάνη είναι επιμήκης, σχεδόν κυλινδρική, σιδερένια με στόχαστρο. Κάτω από την κάνη αναπτύσσεται ο ξύλινος ξυστός, που στο εσωτερικό του δέχεται το σιδερένιο οβελό γεμίσματος του όπλου. Σχεδόν όλο το ξύλινο κοντάκιο καθώς και ο ξυστός καλύπτονται με ελάσματα μπρούντζου που φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση με φυτικά κυρίως μοτίβα και ενώνονται με μικρά καρφάκια, φανερώνοντας τάση για καλλιτεχνική διακόσμηση του όπλου. Πλατύ έλασμα περιβάλλει τη σκανδάλη, ενώ σώζεται καλά το σύστημα πυροδότησης του μπαρουτιού. Στη χειρολαβή υπάρχει κρίκος, προφανώς για το λουρί του όπλου. Την ονομασία του την οφείλει στο Βενετικό εργοστάσιο κατασκευής όπλων, “CΑRLΟ E. FIGLI” (Κάρλο και υιοί) το οποίο και κατασκεύασε το πρώτο καριοφίλι. Το καριοφίλι ήταν το κλασικό όπλο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Με αυτό δοξάστηκε η κλεφτουριά. Έγινε ο αχώριστος σύντροφος κάθε κλέφτη, κάθε αρματολού. Από τον ήχο του αντηχούσαν οι απόκρημνες ελληνικές βουνοκορφές. Οι πόλεις που το κατασκεύαζαν ήταν η Δημητσάνα και η Νάουσα. Η δημοτική μούσα ύμνησε το καριοφίλι όσο κανένα άλλο όπλο, το οποίο μεταχειρίστηκαν οι Έλληνες στους τίμιους αγώνες τους. Γνωστοί οι στίχοι που φανερώνουν την επιθυμία αλλά και τη δύναμη του λαϊκού αγωνιστή: “Θα πάρω το τουφέκι μου, τ’ άγιο το καριοφίλι”.
Ασημένια περίτεχνη ηπειρώτικη παλάσκα με φυτικά θέματα, διακοσμημένη με την τεχνική Σαβάτ. Αρχές 19ου αιώνα. Οι αγωνιστές του 1821 φορούσαν γύρω από την μέση τους τις Παλάσκες στις οποίες τοποθετούσαν τα πολεμοφόδια τους. Μία μικρή μεταλλική ορθογωνική θήκη για τις τσακμακόπετρες των πυροβόλων όπλων τους και το “μεδουλάρι” .
Δερμάτινο σελάχι με πιστόλες και μαχαιρακι. Το σελάχι ήταν ανδρική ζώνη-θήκη που φοριόταν με τις φορεσιές με φουστανέλα. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους οπλαρχηγούς της Επανάστασης και αργότερα από ορισμένους αστούς στην Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα και Ήπειρο.
Ασημένιο μεδουλάρι (δοχείο λίπους) 19ος αιώνας. Το Μεδουλάρι είναι μεταλλική θήκη όπου φυλαγόταν το μεδούλι (λίπος) για την λίπανση των όπλων. Κρεμόταν από τη μέση, στερεωμένο στο σελάχι ή το ζωνάρι, συνήθως στην αριστερή πλευρά.
Χαρακτηριστική … είναι η «Aσήμω» (με το μαύρο φόντο) , η σπάθα του Oδυσσέα Aνδρούτσου (1788/89-1825), ο οποίος μετά το θρυλικό κατόρθωμα της Γραβιάς ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος της Aνατολικής Στερεάς, για να κατηγορηθεί στη συνέχεια από τους αντιπάλους του και να δολοφονηθεί στην Aκρόπολη της Aθήνας τον Iούνιο του 1825. Ενα απαραίτητο συμπλήρωμα του οπλισμού των αγωνιστών του 1821 ήταν η κυρτή ανατολικού τύπου ΣΠΑΘΗ , την οποία αναρτούσαν με μεταξωτά κυλινδρικά κορδόνια από τον ώμο τους ή σπανιότερα την αναρτούσαν με δύο λεπτά λουριά σε μία επίσης λεπτή δερμάτινη ζώνη την οποία φορούσαν στην μέση τους .
Επίσης : Οι σπάθες αποτελούσαν μέρος του οπλισμού των στρατιωτών μέχρι και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Εντυπωσιάζει το σπαθί από την εποχή της Τουρκοκρατίας, με επιμήκη λάμα, κυρτή στη ράχη της ενώ στην κόψη είναι κοίλη και προς την αιχμή γίνεται κυρτή. Η λαβή αποτελείται από δυο τμήματα ξύλου που στο κάτω άκρο τους αποκτούν πλατιά, κυρτή επιφάνεια, εσωτερικά και εξωτερικά επίπεδη. Το κενό ανάμεσά τους καλύπτει ταινιωτό έλασμα από ατσάλι που φέρει εγχάρακτη διακόσμηση από κυματιστές γραμμές. Το έλασμα αυτό συνεχίζεται και πάνω από την ξύλινη λαβή, καλύπτοντας ένα τμήμα πριν αρχίσει η λάμα. Στη βάση της λάμας, και στις δυο όψεις, υπάρχει διακοσμητικό εγχάρακτο έλασμα, σχεδόν τριγωνικό, του οποίου η μια πλευρά σχηματίζει καμπύλες πάνω στην ξύλινη λαβή.
Είναι ένα είδος μεγάλης μαχαίρας, χωρίς φυλακτήρα στη λαβή , τουρκικής προέλευσης. Η λεπίδα του γιαταγανιού σχηματίζει κοίλη καμπύλη στο μέσο και κυρτή στην αιχμή. Πλατιά και καμπυλωτή προς το μέρος της αιχμής μάχαιρα ή σπάθη που χρησιμοποιήθηκε από τους Άραβες και τους Τούρκους.
Η χρήση του γενικεύτηκε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και αποτέλεσε απαραίτητο εξάρτημα του οπλισμού των Ελλήνων αγωνιστών.
πηγές : asxetos.gr και η εφημερίδα Μακεδονία, με φωτογραφίες από το μουσείο Φωτίου Ραπακούση
Επρόκειτο για όπλα πρωτόγονα που απαιτούσαν σωματική ρώμη και γρήγορα αντανακλαστικά από τους χειριστές τους...
Οι ονομασίες που τους έδιναν, όπως Nταλιάνι, Λαζαρίνα, Σισανές, μαρτυρούν την ιδιαίτερη σχέση που είχαν για τους κατόχους τους. Τον δεσμό αυτό αλλά και την οικονομική κατάσταση του κατόχου φανερώνει...
ο τρόπος με τον οποίο διακοσμείται ο οπλισμός. Χάλυβας, χαλκός, χρυσός και φίλντισι, ασήμι, πολύτιμες πέτρες, δέρμα, ακόμη και μαργαριτάρια και κοράλλια ήταν τα διακοσμητικά υλικά σε λαβές τουφεκιών, γιαταγανιών και σπαθιών.
Εργαστήρια για την κατασκευή των όπλων υπήρχαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ιδιαίτερα όμως στην Ήπειρο και τα Άγραφα. Επίσης, στη Δημητσάνα, την Aρκαδία και το Mαυρίλο στη Φθιώτιδα κατασκευάζονταν πυρομαχικά. Αργότερα οι φιλέλληνες και ο οργανωμένος τακτικός στρατός προμήθευσαν τους αγωνιστές με σύγχρονα ευρωπαϊκά όπλα, Γαλλικής, Βελγικής, Ιταλικής και Ρωσικής προέλευσης.
Oι μνήμες της επανάστασης είναι πλέον αντικείμενα συλλογών και μουσειακά εκθέματα, ηρώα, αφίσες στους σχολικούς χώρους, λιθογραφίες, γραμματόσημα, ποιήματα και πεζογραφήματα. Έτσι τις γνωρίζουμε οι περισσότεροι. Είναι αυτονόητο ότι τα όπλα που διασώθηκαν έως σήμερα ήταν τα πολυτιμότερα, τα ανθεκτικότερα και μάλλον τα λιγότερο χρησιμοποιημένα στη μάχη.
Χαρμπί
Χρησιμοποιείται για το γέμισμα του όπλου , αλλά και ως λίμα για το τρόχισμα των σπαθιών.
Πιστόλα ή Μπιστόλα (ρόκες)
Κοντόκανο όπλο που χρησιμοποιήθηκε κατά την Επανάσταση από τους αγωνιστές του 1821. Ήταν μονόκανες και δίκανες. Τις δίκανες τις έλεγαν διμούτσουνες. Στην φωτογραφία είναι ασημένιες επίχρυσες πιστόλες (ρόκες) Τέλη 18ου αιώνα. Μήκος 58 εκ. Εξαιρετικό δείγμα Ηπειρώτικης αργυροχρυσοχοϊας στα όπλα. Είναι στολισμένες με αχιβάδες , κανόνια , πελέκεις , ακόντια , λάβαρα και φυτά. Οι μηχανισμοί πυροδότησης είναι ευρωπαϊκοί.
Τρομπόνι – τρομπόνια
Σε αντίθεση με τους στεριανούς οι Ελληνες Ναυτικοί δεν κρατούσαν τα καριοφίλια αλλά τα λεγόμενα Τρομπόνια .
Βραχύκαννα δηλαδή όπλα τα οποία έβαλλαν ταυτόχρονα πολλά μικρά σφαιρίδια μαζί . Όπλο με πλατιά κάνη με μηχανισμό πυριτόλιθου, διακοσμημένο με σταυροειδή ασημένια καρφάκια 1750-1800.
Καρυοφύλλι – καριοφίλι
Παλιό εμπροσθογεμές τουφέκι με μακριά κάννη, που είχε για την πυροδότησή του πυριτόλιθο. Το καριοφίλι διαθέτει μεγάλο κοντάκιο με κοίλο περίγραμμα στην πάνω και πλαϊνή πλευρά και ελαφρά κυρτό στην κάτω. Η κάνη είναι επιμήκης, σχεδόν κυλινδρική, σιδερένια με στόχαστρο. Κάτω από την κάνη αναπτύσσεται ο ξύλινος ξυστός, που στο εσωτερικό του δέχεται το σιδερένιο οβελό γεμίσματος του όπλου. Σχεδόν όλο το ξύλινο κοντάκιο καθώς και ο ξυστός καλύπτονται με ελάσματα μπρούντζου που φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση με φυτικά κυρίως μοτίβα και ενώνονται με μικρά καρφάκια, φανερώνοντας τάση για καλλιτεχνική διακόσμηση του όπλου. Πλατύ έλασμα περιβάλλει τη σκανδάλη, ενώ σώζεται καλά το σύστημα πυροδότησης του μπαρουτιού. Στη χειρολαβή υπάρχει κρίκος, προφανώς για το λουρί του όπλου. Την ονομασία του την οφείλει στο Βενετικό εργοστάσιο κατασκευής όπλων, “CΑRLΟ E. FIGLI” (Κάρλο και υιοί) το οποίο και κατασκεύασε το πρώτο καριοφίλι. Το καριοφίλι ήταν το κλασικό όπλο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Με αυτό δοξάστηκε η κλεφτουριά. Έγινε ο αχώριστος σύντροφος κάθε κλέφτη, κάθε αρματολού. Από τον ήχο του αντηχούσαν οι απόκρημνες ελληνικές βουνοκορφές. Οι πόλεις που το κατασκεύαζαν ήταν η Δημητσάνα και η Νάουσα. Η δημοτική μούσα ύμνησε το καριοφίλι όσο κανένα άλλο όπλο, το οποίο μεταχειρίστηκαν οι Έλληνες στους τίμιους αγώνες τους. Γνωστοί οι στίχοι που φανερώνουν την επιθυμία αλλά και τη δύναμη του λαϊκού αγωνιστή: “Θα πάρω το τουφέκι μου, τ’ άγιο το καριοφίλι”.
Παλάσκες
Ασημένια περίτεχνη ηπειρώτικη παλάσκα με φυτικά θέματα, διακοσμημένη με την τεχνική Σαβάτ. Αρχές 19ου αιώνα. Οι αγωνιστές του 1821 φορούσαν γύρω από την μέση τους τις Παλάσκες στις οποίες τοποθετούσαν τα πολεμοφόδια τους. Μία μικρή μεταλλική ορθογωνική θήκη για τις τσακμακόπετρες των πυροβόλων όπλων τους και το “μεδουλάρι” .
Σελάχι
Δερμάτινο σελάχι με πιστόλες και μαχαιρακι. Το σελάχι ήταν ανδρική ζώνη-θήκη που φοριόταν με τις φορεσιές με φουστανέλα. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους οπλαρχηγούς της Επανάστασης και αργότερα από ορισμένους αστούς στην Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα και Ήπειρο.
Μεδουλάρι
Ασημένιο μεδουλάρι (δοχείο λίπους) 19ος αιώνας. Το Μεδουλάρι είναι μεταλλική θήκη όπου φυλαγόταν το μεδούλι (λίπος) για την λίπανση των όπλων. Κρεμόταν από τη μέση, στερεωμένο στο σελάχι ή το ζωνάρι, συνήθως στην αριστερή πλευρά.
Σπάθη – Σπάθα
Χαρακτηριστική … είναι η «Aσήμω» (με το μαύρο φόντο) , η σπάθα του Oδυσσέα Aνδρούτσου (1788/89-1825), ο οποίος μετά το θρυλικό κατόρθωμα της Γραβιάς ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος της Aνατολικής Στερεάς, για να κατηγορηθεί στη συνέχεια από τους αντιπάλους του και να δολοφονηθεί στην Aκρόπολη της Aθήνας τον Iούνιο του 1825. Ενα απαραίτητο συμπλήρωμα του οπλισμού των αγωνιστών του 1821 ήταν η κυρτή ανατολικού τύπου ΣΠΑΘΗ , την οποία αναρτούσαν με μεταξωτά κυλινδρικά κορδόνια από τον ώμο τους ή σπανιότερα την αναρτούσαν με δύο λεπτά λουριά σε μία επίσης λεπτή δερμάτινη ζώνη την οποία φορούσαν στην μέση τους .
Επίσης : Οι σπάθες αποτελούσαν μέρος του οπλισμού των στρατιωτών μέχρι και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Εντυπωσιάζει το σπαθί από την εποχή της Τουρκοκρατίας, με επιμήκη λάμα, κυρτή στη ράχη της ενώ στην κόψη είναι κοίλη και προς την αιχμή γίνεται κυρτή. Η λαβή αποτελείται από δυο τμήματα ξύλου που στο κάτω άκρο τους αποκτούν πλατιά, κυρτή επιφάνεια, εσωτερικά και εξωτερικά επίπεδη. Το κενό ανάμεσά τους καλύπτει ταινιωτό έλασμα από ατσάλι που φέρει εγχάρακτη διακόσμηση από κυματιστές γραμμές. Το έλασμα αυτό συνεχίζεται και πάνω από την ξύλινη λαβή, καλύπτοντας ένα τμήμα πριν αρχίσει η λάμα. Στη βάση της λάμας, και στις δυο όψεις, υπάρχει διακοσμητικό εγχάρακτο έλασμα, σχεδόν τριγωνικό, του οποίου η μια πλευρά σχηματίζει καμπύλες πάνω στην ξύλινη λαβή.
Γιαταγάνι (Yatagan)
Η χρήση του γενικεύτηκε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και αποτέλεσε απαραίτητο εξάρτημα του οπλισμού των Ελλήνων αγωνιστών.
πηγές : asxetos.gr και η εφημερίδα Μακεδονία, με φωτογραφίες από το μουσείο Φωτίου Ραπακούση